- δεκαπεντάγωνος
- -η, -ο1. αυτός που έχει δεκαπέντε γωνίες2. το ουδ. ως ουσ. πολύγωνο με δεκαπέντε γωνίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαπέντε + γωνία. Το ουδ. δεκαπεντάγωνον μαρτυρείται από το 1871 στον Ιω. Ν. Βαλέτα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.